- σπίνοι
- σπίνοςstonemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φριγγίλ(λα) — και φρινγκίλ(λα), η, Ν ζωολ. γένος στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών τής οικογένειας φριγγιλίδες, που είναι κοινώς γνωστά ως σπίνοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fringilla] … Dictionary of Greek
αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… … Dictionary of Greek
Γκαλαπάγκος — (Galapagos). Αρχιπέλαγος (7.812 τ. χλμ., 18.900 κάτ. το 2002) του Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελείται από 15 μεγάλα και πολυάριθμα μικρότερα νησιά, που περιλαμβάνονται στις επαρχίες του Ισημερινού και απέχουν από τις ακτές του περίπου 900 χλμ. Από το… … Dictionary of Greek
φλώρος — φλώρος, ο και φλώρι, το 1. ωδικό πτηνό: Και τιτιβίζοντας τα φλώρια, οι σπίνοι (Ι. Γρυπάρης). 2. μτφ., νεαρός αβρός, μαλθακός, καλοπερασάκιας, λελές, ντιντής: Είναι φλώρος, δεν είναι λεβέντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)